- βλῆσθαι
- βλῆσθαι,A v. βάλλω. [full] βλήσσα<ν>· βότρυν ἡμιπέ<πε>ιρον, Hsch. [full] βλήσσανον· φυτὸν σχίνῳ ὅμοιον, Id. [full] βληστάς· ὁ χερσαῖος σκορπίος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλῆσθαι — βάλλω throw aor inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)